ἰχθυοειδής

Možná hledáte ιχθυοειδής, ἰχθυώδης nebo ιχθυώδης.

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ʔikʰ.tʰy.o.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [ix.θi.o.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno editovat

  • dvojvýchodné

význam editovat

  1. připomínající rybu, rybovitý, podobný rybě či rybám, pisciformní

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ἰχθυοειδής ἰχθυοειδής ἰχθυοειδές ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖς ἰχθυοειδεῖς ἰχθυοειδῆ
genitiv ἰχθυοειδοῦς ἰχθυοειδοῦς ἰχθυοειδοῦς ἰχθυοειδοῖν ἰχθυοειδοῖν ἰχθυοειδοῖν ἰχθυοειδῶν ἰχθυοειδῶν ἰχθυοειδῶν
dativ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδοῖν ἰχθυοειδοῖν ἰχθυοειδοῖν ἰχθυοειδέσιν ἰχθυοειδέσιν ἰχθυοειδέσιν
akuzativ ἰχθυοειδῆ ἰχθυοειδῆ ἰχθυοειδές ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖς ἰχθυοειδεῖς ἰχθυοειδῆ
vokativ ἰχθυοειδές ἰχθυοειδές ἰχθυοειδές ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖ ἰχθυοειδεῖς ἰχθυοειδεῖς ἰχθυοειδῆ

související editovat