αμφισβητήσιμος

Možná hledáte ἀμφισβητήσιμος.

novořečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [aɱ.fi.zvi.ˈti.si.mɔs]

přídavné jméno

editovat

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αμφισβηττήσιμος αμφισβηττήσιμη αμφισβηττήσιμο αμφισβηττήσιμοι αμφισβηττήσιμες αμφισβηττήσιμα
genitiv αμφισβηττήσιμου αμφισβηττήσιμης αμφισβηττήσιμου αμφισβηττήσιμων αμφισβηττήσιμων αμφισβηττήσιμων
akuzativ αμφισβηττήσιμον αμφισβηττήσιμη αμφισβηττήσιμο αμφισβηττήσιμους αμφισβηττήσιμες αμφισβηττήσιμα
vokativ αμφισβηττήσιμε αμφισβηττήσιμη αμφισβηττήσιμο αμφισβηττήσιμοι αμφισβηττήσιμες αμφισβηττήσιμα

význam

editovat
  1. zpochybnitelný, diskutabilní

synonyma

editovat
  1. συζητήσιμος, επισφαλής, αμφίβολος

antonyma

editovat
  1. αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, ασυζήτητος

související

editovat