αναμφισβήτητος

Možná hledáte ἀναμφισβήτητος.

novořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.naɱ.fi.ˈzvi.ti.tɔs]

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αναμφισβήτητος αναμφισβήτητη αναμφισβήτητο αναμφισβήτητοι αναμφισβήτητες αναμφισβήτητα
genitiv αναμφισβήτητου αναμφισβήτητης αναμφισβήτητου αναμφισβήτητων αναμφισβήτητων αναμφισβήτητων
akuzativ αναμφισβήτητον αναμφισβήτητη αναμφισβήτητο αναμφισβήτητους αναμφισβήτητες αναμφισβήτητα
vokativ αναμφισβήτητε αναμφισβήτητη αναμφισβήτητο αναμφισβήτητοι αναμφισβήτητες αναμφισβήτητα

význam editovat

  1. nezpochybnitelný, naprosto jistý

antonyma editovat

  1. συζητήσιμος, αμφισβητήσιμος, επισφαλής, αμφίβολος

synonyma editovat

  1. βέβαιος, αδιαφιλονίκητος, ασυζήτητος

související editovat