ανάρμοστος

Možná hledáte ἀνάρμοστος.

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [a.ˈnar.mɔs.tɔs]

přídavné jméno

editovat

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ανάρμοστος ανάρμοστη ανάρμοστο ανάρμοστοι ανάρμοστες ανάρμοστα
genitiv ανάρμοστου ανάρμοστης ανάρμοστου ανάρμοστων ανάρμοστων ανάρμοστων
akuzativ ανάρμοστον ανάρμοστη ανάρμοστο ανάρμοστους ανάρμοστες ανάρμοστα
vokativ ανάρμοστε ανάρμοστη ανάρμοστο ανάρμοστοι ανάρμοστες ανάρμοστα

význam

editovat
  1. nevhodný, nepatřičný, nepřípadný
    • Ο διαχειριστής άλλαξε την ορατότητα 4 αναθεωρήσεων στη σελίδα: το περιεχόμενο αποκρύφθηκε και η σύνοψη επεξεργασίας αποκρύφθηκε επειδή περιείχε ανάρμοστα σχόλια ή προσωπικές πληροφορίες. – Správce změnil viditelnost čtyř revizí stránky: obsah byl skryt a shrnutí editace bylo skryto, neboť obsahovalo nevhodné komentáře a osobní informace.

synonyma

editovat
  1. ακατάλληλος, απρεπής

antonyma

editovat
  1. αρμόζων, κατάλληλος

související

editovat