Ο Χάρι έσκυψε και κάθισε ανακούρκουδα δίπλα στον Γιόνας, που συνέχιζε να κοιτάζει με προσήλωση τη σβηστή οθόνη της τηλεόρασης. (…) Δεν είχε δει ούτε είχε ακούσει τίποτε. Κι όμως, μπροστά της, στεκόταν μια σιλουέτα καθισμένη ανακούρκουδα. – Harry se sehnul a zadřepnul / posadil se na bobek vedle Jonase, který stále zíral na vypnutou obrazovku televize. (…) Neviděla ani neslyšela nic. A přece, před ní byl obrys postavy sedící na bobku.[1]