ανεμοστρόβιλος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.nɛ.mo.ˈstɾɔ.vi.lɔs]

podstatné jméno editovat

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ ανεμοστρόβιλος ανεμοστρόβιλοι
genitiv ανεμοστροβίλου / ανεμοστρόβιλου ανεμοστροβίλων / ανεμοστρόβιλων
akuzativ ανεμοστρόβιλο ανεμοστρόβιλους / ανεμοστροβίλους
vokativ ανεμοστρόβιλε ανεμοστρόβιλοι

význam editovat

  1. (v meteorologii) rarášek
  2. tornádo, větrná smršť

synonyma editovat

  1. —, αεροδίνη
  2. σίφουνας

související editovat