ανεμοστρόβιλος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [a.nɛ.mo.ˈstɾɔ.vi.lɔs]
podstatné jméno editovat
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | ανεμοστρόβιλος | ανεμοστρόβιλοι |
genitiv | ανεμοστροβίλου / ανεμοστρόβιλου | ανεμοστροβίλων / ανεμοστρόβιλων |
akuzativ | ανεμοστρόβιλο | ανεμοστρόβιλους / ανεμοστροβίλους |
vokativ | ανεμοστρόβιλε | ανεμοστρόβιλοι |