στροβιλοαντιδραστήρας

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˌstɾɔ.vi.loˌan.di.ðɾaˈsti.ɾas]

dělení

editovat
  • στρο-βι-λο-αν-τι-δρασ-τή-ρας

podstatné jméno

editovat
  • rod mužský

význam

editovat
  1. (v technice) tryskový reaktor; turbojet

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ στροβιλοαντιδραστήρας στροβιλοαντιδραστήρες
genitiv στροβιλοαντιδραστήρα στροβιλοαντιδραστήρων
akuzativ στροβιλοαντιδραστήρα στροβιλοαντιδραστήρες
vokativ στροβιλοαντιδραστήρα στροβιλοαντιδραστήρες

synonyma

editovat
  1. στροβιλοκινητήρας, (hovorově) τούρμποτζετ

související

editovat

externí odkazy

editovat