αντεπανάσταση

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ʔan.dɛ.pa.ˈna.sta.si]

podstatné jméno

editovat
  • rod ženský

etymologie

editovat

Kalk francouzského contre-révolution, kde druhá složka ze starořeckého ἐπανάστασις, doslova „(znovu)povstání“.

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ αντεπανάσταση αντεπαναστάσεις
genitiv αντεπαναστάσεως nebo αντεπανάστασης αντεπαναστάσεων
akuzativ αντεπανάσταση αντεπαναστάσεις
vokativ αντεπανάσταση αντεπαναστάσεις

význam

editovat
  1. (v politice) kontrarevoluce, převrat
    • Οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται με γνώμονα την υποστήριξη της αντεπανάστασης της ελληνικής οικονομίας, στη βάση των αναπτυξιακών κλάδων όπως προσδιορίζονται στο Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης 2014-2020
    • Η σεξουαλική επανάσταση άρχισε στο τέλος του 20ου αιώνα. – Sexuální kontrarevoluce začala na konci 20.století.

související

editovat