επανάσταση

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ʔɛ.pa.ˈna.sta.si]

podstatné jméno

editovat
  • rod ženský

etymologie

editovat

Ze starořeckého ἐπανάστασις, doslova „(znovu)povstání“.

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ επανάσταση επαναστάσεις
genitiv επαναστάσεως nebo επανάστασης επαναστάσεων
akuzativ επανάσταση επαναστάσεις
vokativ επανάσταση επαναστάσεις

význam

editovat
  1. revoluce, převrat
    • Οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται με γνώμονα την υποστήριξη της επανάστασης της ελληνικής οικονομίας, στη βάση των αναπτυξιακών κλάδων όπως προσδιορίζονται στο Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης 2014-2020
    • Η βιομηχανική επανάσταση άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα. – Průmyslová revoluce začala v polovině 19.století.

synonyma

editovat
  1. (v řeckém obrozeneckém, protitureckém kontextu) εθνεγερσία

slovní spojení

editovat

související

editovat