αξιοθαύμαστος

Možná hledáte ἀξιοθαύμαστος.

novořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.ksi.ʲɔ.ˈθav.mas.tɔs], [aks.ʝɔ.ˈθav.mas.tɔs]

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αξιοθαύμαστος αξιοθαύμαστη αξιοθαύμαστο αξιοθαύμαστοι αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστα
genitiv αξιοθαύμαστου αξιοθαύμαστης αξιοθαύμαστου αξιοθαύμαστων αξιοθαύμαστων αξιοθαύμαστων
akuzativ αξιοθαύμαστον αξιοθαύμαστη αξιοθαύμαστο αξιοθαύμαστους αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστα
vokativ αξιοθαύμαστε αξιοθαύμαστη αξιοθαύμαστο αξιοθαύμαστοι αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστα

význam editovat

  1. obdivuhodný, úžasný

synonyma editovat

  1. θαυμάσιος, καταπληκτικός, θαυμαστός

související editovat