καταπληκτικός
Možná hledáte καταπληκτικώς.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ka.ta.pli.kti.ˈkɔs]
přídavné jméno
editovat- 'trojvýchodný
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | καταπληκτικός | καταπληκτική | καταπληκτικό | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
genitiv | καταπληκτικού | καταπληκτικής | καταπληκτικού | καταπληκτικών | καταπληκτικών | καταπληκτικών |
akuzativ | καταπληκτικό(ν) | καταπληκτική | καταπληκτικό | καταπληκτικούς | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
vokativ | καταπληκτικέ | καταπληκτική | καταπληκτικό | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
význam
editovat- ohromující, úchvatný, fantastický, úžasný, nádherný, parádní