απαλλάσσομαι

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˀapa.ˈla.sɔ.mɛ]

sloveso

editovat
  • deponentní
  • ambitranzitivní, většinou ale intranzitivní

význam

editovat
  1. (απαλλάσσομαι από κάτι) zbavit se
    • Πότε νομίζετε ότι θα απαλλαχτούμε από την ξεναγό; Μας βαράει το μυαλό με τις ξυπνάδες της, δεν αντέχω πια.. – Kdy myslíte, že už se zbavíme té průvodkyně? Furt do nás hučí ty svoje vtipnosti, já už to nevydržím.
    • Ξέρεις καλά, ακόμα και αν απαλλαγείς από την υποψία και αφεθείς ελεύθερος μεθαύριο, το όνομά σου θα έχει συνδεθεί για πάντα με εκείνα τα πρωτοσέλιδα.[1]
    • Απαλλάχτηκα από τα χρέη και βρήκα την ηρεμία μου. – Zbavil(a) jsem se dluhů a nalezl(a) klid.[2]

synonyma

editovat
  1. (částečně) ξεφορτώνομαι

související

editovat

poznámky

editovat
  1. Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, překlad Γωγώ Αρβανίτη, naklad. Μεταίχμιο 2012, str.324
  2. příklad převzatý z Βικιλεξικό