απογοητευτικός

Možná hledáte απογοητευτικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [apo.ɣɔ.ʝi.tɛf.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ απογοητευτικός απογοητευτική απογοητευτικό απογοητευτικοί απογοητευτικές απογοητευτικά
genitiv απογοητευτικού απογοητευτικής απογοητευτικού απογοητευτικών απογοητευτικών απογοητευτικών
akuzativ απογοητευτικό(ν) απογοητευτική απογοητευτικό απογοητευτικούς απογοητευτικές απογοητευτικά
vokativ απογοητευτικέ απογοητευτική απογοητευτικό απογοητευτικοί απογοητευτικές απογοητευτικά

význam editovat

  1. neuspokojivý, takový, který zklame nebo zklamal

související editovat