γοητευτικός

Možná hledáte γοητευτικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ɣo.ʲi.tɛf.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • 'trojvýchodný

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ γοητευτικός γοητευτική γοητευτικό γοητευτικοί γοητευτικές γοητευτικά
genitiv γοητευτικού γοητευτικής γοητευτικού γοητευτικών γοητευτικών γοητευτικών
akuzativ γοητευτικό(ν) γοητευτική γοητευτικό γοητευτικούς γοητευτικές γοητευτικά
vokativ γοητευτικέ γοητευτική γοητευτικό γοητευτικοί γοητευτικές γοητευτικά

význam editovat

  1. okouzlující, čarovný, šarmantní, kouzelný

synonyma editovat

  1. μαγευτικός, αρπακτικός, θελκτικός

související editovat