αποτελεσματικός
Možná hledáte αποτελεσματικώς nebo ἀποτελεσματικός.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈko̞s]
etymologie
editovatZe starořeckého ἀποτελεσματικός.
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | αποτελεσματιικός | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
genitiv | αποτελεσματικού | αποτελεσματικής | αποτελεσματικού | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών |
akuzativ | αποτελεσματικό(ν) | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικούς | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
vokativ | αποτελεσματικέ | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |