αποτελεσματικός

Možná hledáte αποτελεσματικώς nebo ἀποτελεσματικός.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈko̞s]

etymologie editovat

Ze starořeckého ἀποτελεσματικός.

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αποτελεσματιικός αποτελεσματική αποτελεσματικό αποτελεσματικοί αποτελεσματικές αποτελεσματικά
genitiv αποτελεσματικού αποτελεσματικής αποτελεσματικού αποτελεσματικών αποτελεσματικών αποτελεσματικών
akuzativ αποτελεσματικό(ν) αποτελεσματική αποτελεσματικό αποτελεσματικούς αποτελεσματικές αποτελεσματικά
vokativ αποτελεσματικέ αποτελεσματική αποτελεσματικό αποτελεσματικοί αποτελεσματικές αποτελεσματικά

význam editovat

  1. efektivní, učinný, produktivní
  2. úspěšný

antonyma editovat

  1. μη αποτελεσματικός
  2. ανεπιτυχής

související editovat