βαθμιαίος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [vaθ.ˈmje.os], [vaθ.miˈe.ɔs]
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | βαθμιαίος | βαθμιαία | βαθμιαίο | βαθμιαίοι | βαθμιαίες | βαθμιαία |
genitiv | βαθμιαίου | βαθμιαίας | βαθμιαίου | βαθμιαίων | βαθμιαίων | βαθμιαίων |
akuzativ | βαθμιαίον | βαθμιαία | βαθμιαίο | βαθμιαίους | βαθμιαίες | βαθμιαία |
vokativ | βαθμιαίε | βαθμιαία | βαθμιαίο | βαθμιαίοι | βαθμιαίες | βαθμιαία |