βραδυκίνητος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [vra.ðiˈci.nɪ.tɔs]

přídavné jméno editovat

  • nestupňovatelné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ βραδυκίνητος βραδυκίνητη βραδυκίνητο βραδυκίνητοι βραδυκίνητες βραδυκίνητα
genitiv βραδυκίνητου βραδυκίνητης βραδυκίνητου βραδυκίνητων βραδυκίνητων βραδυκίνητων
akuzativ βραδυκίνητον βραδυκίνητη βραδυκίνητο βραδυκίνητους βραδυκίνητες βραδυκίνητα
vokativ βραδυκίνητε βραδυκίνητη βραδυκίνητο βραδυκίνητοι βραδυκίνητες βραδυκίνητα

význam editovat

  1. (knižně, odborně) liknavý, pomalý, nerychlý, povlovný, loudavý
  2. (přeneseně, knižně) zaostávající, upadající

synonyma editovat

  1. σιγανός

související editovat