γηροκόμος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ʝi.ɾɔˈko.mɔs]
dělení
editovat- γη-ρο-κό-μος
podstatné jméno
editovat- rod ženský nebo mužský, většinou ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | γηροκόμος | γηροκόμοι |
genitiv | γηροκόμου | γηροκόμων |
akuzativ | γηροκόμο | γηροκόμους |
vokativ | γηροκόμε | γηροκόμοι |
význam
editovatsouvisející
editovat- γήρας (stáří)
- γηροκομείο (starobinec)
- νοσοκόμος
- γηρατειά (stáří)
- νόσος
- βουτυροκόμος
- μελισσοκόμος
- ιπποκόμος
- γηρασμός (stárnutí; stáří)
- βρεφοκόμος
- δασοκόμος
- αμπελοκόμος
- γηροκομώ