γλυκόπικρος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ɣliˈko.pik.ɾɔs]
etymologie
editovatKompozitum. Složeno z adjektiv γλυκός ― sladký a πικρός ― hořký.
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | γλυκόπικρος | γλυκόπικρη | γλυκόπικρο | γλυκόπικροι | γλυκόπικρες | γλυκόπικρα |
genitiv | γλυκόπικρου | γλυκόπικρης | γλυκόπικρου | γλυκόπικρων | γλυκόπικρων | γλυκόπικρων |
akuzativ | γλυκόπικρον | γλυκόπικρη | γλυκόπικρο | γλυκόπικρους | γλυκόπικρες | γλυκόπικρα |
vokativ | γλυκόπικρε | γλυκόπικρη | γλυκόπικρο | γλυκόπικροι | γλυκόπικρες | γλυκόπικρα |
význam
editovat- (přeneseně) hořkosladký