εκπληκτικός
Možná hledáte εκπληκτικώς.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ek.plik.ti.ˈkɔs]
přídavné jméno
editovat- trojvýchodný
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | εκπληκτικός | εκπληκτική | εκπληκτικό | εκπληκτικοί | εκπληκτικές | εκπληκτικά |
genitiv | εκπληκτικού | εκπληκτικής | εκπληκτικού | εκπληκτικών | εκπληκτικών | εκπληκτικών |
akuzativ | εκπληκτικό(ν) | εκπληκτική | εκπληκτικό | εκπληκτικούς | εκπληκτικές | εκπληκτικά |
vokativ | εκπληκτικέ | εκπληκτική | εκπληκτικό | εκπληκτικοί | εκπληκτικές | εκπληκτικά |