εκπληκτικός

Možná hledáte εκπληκτικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ek.plik.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodný

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ εκπληκτικός εκπληκτική εκπληκτικό εκπληκτικοί εκπληκτικές εκπληκτικά
genitiv εκπληκτικού εκπληκτικής εκπληκτικού εκπληκτικών εκπληκτικών εκπληκτικών
akuzativ εκπληκτικό(ν) εκπληκτική εκπληκτικό εκπληκτικούς εκπληκτικές εκπληκτικά
vokativ εκπληκτικέ εκπληκτική εκπληκτικό εκπληκτικοί εκπληκτικές εκπληκτικά

význam editovat

  1. překvapující, překvapivý

související editovat