εμποδίζω
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ɛm.bɔ.ˈði.zɔ]
sloveso editovat
- pravidelné
- tranzitivní
význam editovat
- překážet, bránit
- Εφτά λάθη με τα οποία οι γονείς εμποδίζουν τα παιδιά τους από το να γίνουν οι καλύτεροι. – Sedm chyb, jimiž rodiče brání dětem v tom, aby se staly nejlepšími.
- «Το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν πρέπει να εμποδιστεί και θα εμποδιστεί», υπογράμμισε ο ισραηλινός πρωθυπουργός. – "Íránskému vojenskému jadernému programu musí být zabráněno a bude mu zabráněno," zdůraznil izraelský premiér.
synonyma editovat
- κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, επιβαρύνω