ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [iðeopsixanaŋɡastiˈci ðʝataɾaˈçi]

slovní spojení

editovat

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές
genitiv ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών
akuzativ ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές
vokativ ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές

význam

editovat
  1. (v lékařství, v psychologii) obsedantně-kompulsivní porucha

synonyma

editovat
  1. μανιοπαρορμητική διαταραχή, (zkratkou) ΙΨΔ

související

editovat