κοινοβουλευτικός
Možná hledáte κοινοβουλευτικώς.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ci.no.vu.lef.ti.ˈkɔs]
přídavné jméno
editovat- trojvýchodné
- nestupňovatelné
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | κοινοβουλευτικός | κοινοβουλευτική | κοινοβουλευτικό | κοινοβουλευτικοί | κοινοβουλευτικές | κοινοβουλευτικά |
genitiv | κοινοβουλευτικού | κοινοβουλευτικής | κοινοβουλευτικού | κοινοβουλευτικών | κοινοβουλευτικών | κοινοβουλευτικών |
akuzativ | κοινοβουλευτικό(ν) | κοινοβουλευτική | κοινοβουλευτικό | κοινοβουλευτικούς | κοινοβουλευτικές | κοινοβουλευτικά |
vokativ | κοινοβουλευτικέ | κοινοβουλευτική | κοινοβουλευτικό | κοινοβουλευτικοί | κοινοβουλευτικές | κοινοβουλευτικά |
význam
editovatsynonyma
editovatslovní spojení
editovat- κοινοβουλευτική ομάδα (parlamentní skupina)
- κοινοβουλευτικό σύστημα (parlamentní systém)
- κοινοβουλευτική αντιπολίτευση (parlamentní opozice)
související
editovat- κοινοβούλιο (parlament)
- βουλευτικός
- βουλευτής (poslanec)
- κοινός (společný; veřejný)
- βουλή (parlament; rada)
- βουλεύω
- κοινοβουλευτικοποιώ (parlamentarizovat)