κοινοβουλευτικός

Možná hledáte κοινοβουλευτικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ci.no.vu.lef.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné
  • nestupňovatelné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κοινοβουλευτικός κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό κοινοβουλευτικοί κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά
genitiv κοινοβουλευτικού κοινοβουλευτικής κοινοβουλευτικού κοινοβουλευτικών κοινοβουλευτικών κοινοβουλευτικών
akuzativ κοινοβουλευτικό(ν) κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό κοινοβουλευτικούς κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά
vokativ κοινοβουλευτικέ κοινοβουλευτική κοινοβουλευτικό κοινοβουλευτικοί κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικά

význam editovat

  1. parlamentní, sněmovní, parlamentární

synonyma editovat

  1. βουλευτικός

slovní spojení editovat

související editovat