κοροϊδευτικός
Možná hledáte κοροϊδευτικώς.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [kɔ.rɔ.jɪ.ðef.ti.ˈkɔs]
přídavné jméno
editovat- trojvýchodné
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | κοροϊδευτικός | κοροϊδευτική | κοροϊδευτικό | κοροϊδευτικοί | κοροϊδευτικές | κοροϊδευτικά |
genitiv | κοροϊδευτικού | κοροϊδευτικής | κοροϊδευτικού | κοροϊδευτικών | κοροϊδευτικών | κοροϊδευτικών |
akuzativ | κοροϊδευτικό(ν) | κοροϊδευτική | κοροϊδευτικό | κοροϊδευτικούς | κοροϊδευτικές | κοροϊδευτικά |
vokativ | κοροϊδευτικέ | κοροϊδευτική | κοροϊδευτικό | κοροϊδευτικοί | κοροϊδευτικές | κοροϊδευτικά |