κοροϊδευτικός

Možná hledáte κοροϊδευτικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [kɔ.rɔ.jɪ.ðef.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κοροϊδευτικός κοροϊδευτική κοροϊδευτικό κοροϊδευτικοί κοροϊδευτικές κοροϊδευτικά
genitiv κοροϊδευτικού κοροϊδευτικής κοροϊδευτικού κοροϊδευτικών κοροϊδευτικών κοροϊδευτικών
akuzativ κοροϊδευτικό(ν) κοροϊδευτική κοροϊδευτικό κοροϊδευτικούς κοροϊδευτικές κοροϊδευτικά
vokativ κοροϊδευτικέ κοροϊδευτική κοροϊδευτικό κοροϊδευτικοί κοροϊδευτικές κοροϊδευτικά

význam editovat

  1. uštěpačný, jízlivý, posměšný

synonyma editovat

  1. μυκτηριστικός, χλευαστικός, ειρωνικός

související editovat