κουραστικός

Možná hledáte κουραστικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ku.ras.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodný

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κουραστικός κουραστική κουραστικό κουραστικοί κουραστικές κουραστικά
genitiv κουραστικού κουραστικής κουραστικού κουραστικών κουραστικών κουραστικών
akuzativ κουραστικό(ν) κουραστική κουραστικό κουραστικούς κουραστικές κουραστικά
vokativ κουραστικέ κουραστική κουραστικό κουραστικοί κουραστικές κουραστικά

význam editovat

  1. únavný, nudný

synonyma editovat

  1. βαρετός

antonyma editovat

  1. διασκεδαστικός, ακούραστος

související editovat