- IPA: [laˈbro̞s], [lamˈbro̞s]
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
λαμπρός
|
λαμπρή
|
λαμπρό
|
λαμπροί
|
λαμπρές
|
λαμπρά
|
genitiv
|
λαμπρού
|
λαμπρής
|
λαμπρού
|
λαμπρών
|
λαμπρών
|
λαμπρών
|
akuzativ
|
λαμπρό(ν)
|
λαμπρή
|
λαμπρό
|
λαμπρούς
|
λαμπρές
|
λαμπρά
|
vokativ
|
λαμπρέ
|
λαμπρή
|
λαμπρό
|
λαμπροί
|
λαμπρές
|
λαμπρά
|
- zářivý, svítivý
- skvělý, úžasný
- IPA: [lam.prós] (attická klasická)
- IPA: [lam.ˈbros] (byzantská pozdní)
- svítivý, zářivý, jasný
- πρὸς τούτοις προσέχῃς τὸν νοῦν, ἕξεις ἀεὶ στῆθος λιπαρόν, χροιὰν λαμπράν, ὤμους μεγάλους, γλῶτταν βαιάν, πυγὴν μεγάλην, πόσθην μικράν.[1]
- μόλοιτέ ποθ᾽ ἵππιον οἶμον δι᾽ αἰθέρος ἱέμενοι παῖδες Τυνδαρίδαι, λαμπρῶν ἄστρων ὑπ᾽ ἀέλλαισιν: οἳ ναίετ᾽ οὐράνιοι, σωτῆρες τᾶς Ἑλένας[2]
- jasný, znělý, břeskný
- čerstvý, energický
- ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους, οἶμαι δὲ μᾶλλον ἄμφω. ἔξειμι γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καθιείς, ὁμοῦ ταράττων τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ.[3]
- jasný, rozhodný, očividný
- slavný, velkolepý, nádherný
- συντελεσθεισῶν δὲ τῶν σπονδῶν Ἀθηναῖοι τὰς δυνάμεις ἀπήγαγον ἐκ τῆς Κύπρου, λαμπρὰν μὲν νίκην νενικηκότες, ἐπιφανεστάτας δὲ συνθήκας πεποιημένοι. – ...vybojovavše skvělé vítězství...[4]
- skvělý, úžasný
- ↑ Aristofanés: Νεφέλαι (Oblaka), v.1109
- ↑ Eurípidés: Helena, v.1495
- ↑ Aristofanés: Hippotai, 430
- ↑ Diodóros Sicilský: Historická knihovna, Kniha XII, kapit. 4