μαύρη λίστα
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ˈmav.ri ˈlis.ta]
slovní spojení
editovatvýznam
editovat- (přeneseně) černá listina — seznam nežádoucích osob
- Γερμανία: Στη μαύρη λίστα των Ουκρανών ο πρωθυπουργός της Σαξονίας – Německo: saský premiér na černém seznamu Ukrajinců[1]
synonyma
editovatskloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | μαύρη λίστα | μαύρες λίστες |
genitiv | μαύρης λίστας | μαύρων λιστών |
akuzativ | μαύρη λίστα | μαύρες λίστες |
vokativ | μαύρη λίστα | μαύρες λίστες |
související
editovatpoznámky
editovat- ↑ Γερμανία: Στη μαύρη λίστα των Ουκρανών ο πρωθυπουργός της Σαξονίας -Δείτε τι είπε για τον πόλεμο, deník i Efimerida, 28.srpen 2022