μεταμφιεσμένος

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [mε.tam.fi.εz.ˈmε.nɔs], [mε.tam.fʝε.ˈzmε.nɔs]

přídavné jméno

editovat
  • slovesné trpné
  • trojvýchodné
  • nestupňovatelné

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ μεταμφιεσμένος μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένο μεταμφιεσμένοι μεταμφιεσμένες μεταμφιεσμένα
genitiv μεταμφιεσμένου μεταμφιεσμένης μεταμφιεσμένου μεταμφιεσμένων μεταμφιεσμένων μεταμφιεσμένων
akuzativ μεταμφιεσμένον μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένο μεταμφιεσμένους μεταμφιεσμένες μεταμφιεσμένα
vokativ μεταμφιεσμένε μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένο μεταμφιεσμένοι μεταμφιεσμένες μεταμφιεσμένα

význam

editovat
  1. převlečený (za někoho/něco), maskovaný, v převleku

související

editovat