- IPA: [mε.tam.fi.εz.ˈmε.nɔs], [mε.tam.fʝε.ˈzmε.nɔs]
- slovesné trpné
- trojvýchodné
- nestupňovatelné
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
μεταμφιεσμένος
|
μεταμφιεσμένη
|
μεταμφιεσμένο
|
μεταμφιεσμένοι
|
μεταμφιεσμένες
|
μεταμφιεσμένα
|
genitiv
|
μεταμφιεσμένου
|
μεταμφιεσμένης
|
μεταμφιεσμένου
|
μεταμφιεσμένων
|
μεταμφιεσμένων
|
μεταμφιεσμένων
|
akuzativ
|
μεταμφιεσμένον
|
μεταμφιεσμένη
|
μεταμφιεσμένο
|
μεταμφιεσμένους
|
μεταμφιεσμένες
|
μεταμφιεσμένα
|
vokativ
|
μεταμφιεσμένε
|
μεταμφιεσμένη
|
μεταμφιεσμένο
|
μεταμφιεσμένοι
|
μεταμφιεσμένες
|
μεταμφιεσμένα
|
- převlečený (za někoho/něco), maskovaný, v převleku