Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
μικρός
|
μικρή
|
μικρό
|
μικροί
|
μικρές
|
μικρά
|
genitiv
|
μικρού
|
μικρής
|
μικρού
|
μικρών
|
μικρών
|
μικρών
|
akuzativ
|
μικρό(ν)
|
μικρή
|
μικρό
|
μικρούς
|
μικρές
|
μικρά
|
vokativ
|
μικρέ
|
μικρή
|
μικρό
|
μικροί
|
μικρές
|
μικρά
|
- malý, drobný
- Γιατί μας σερβίρετε τόσο μικρά φαγητά; – Proč nám servírujete tak malá jídla?
- Αυτό είναι το σημείο που λατρεύω. Μικρούς δικτατορίσκους να γελιοποιούνται. – Tuhle pasáž zbožňuju. Jak se malí diktátůrci zesměšní.
- krátký, nedlouhý, stručný
- Επιτρέψτε με να κάνω μία μικρή παρέκβαση - μίαν παρέκβασούλα. – Dovolte mi udělat malou odbočku - odbočičku.
- Φαίνεται αρκετά μικρό το διάστημα εκείνο. – Tamten rozměr vypadá dost krátce.
- mladý, malý
- Αυτό συνέβη όταν είμασταν ακόμα μικρές. – To se stalo, když jsme byly ještě malé.
- μικρόσωμος, λίγος, πιτσιρίκος
- κοντός (rozměr), σύντομος (časově)
- νέος, νεαρός, πιτσιρίκος
- μεγάλος
- μακρύς, διαρκής
- γέρος, μεγάλος, ηλικιωμένος