řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˈbɔ.xa]

podstatné jméno

editovat
  • rod ženský

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ μπόχα μπόχες
genitiv μπόχας
akuzativ μπόχα μπόχες
vokativ μπόχα μπόχες

význam

editovat
  1. puch, smrad
    • Η εξώπορτα του διαμερίσματος οδηγούσε κατευθείαν σε έναν χώρο τριάντα τετραγωνικών, που επιεικώς θα τον αποκαλούσε κανείς κουζίνα-καθιστικό και ανεπιεικώς υπνοδωμάτιο-αχούρι. Η μπόχα ήταν αποπνικτική. Κυρίως μυρωδιά κλεισούρας και ποδαρίλας, δηλαδή βακτήρια που τρέφονταν από ιδρωμένα πόδια.[1]

synonyma

editovat
  1. κακοσμία, βρόμα, δυσοσμία

související

editovat

poznámky

editovat
  1. Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, překlad Γωγώ Αρβανίτη, naklad. Μεταίχμιο 2012, str.304