παραξενεύομαι
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [pa.ra.ksɛ.ˈne.vɔ.mɛ]
sloveso editovat
- pravidelné
- mediopasivní
význam editovat
- divit se, být překvapen
- Παραξενεύτηκα πολύ από τα γκολ που δώσαμε στον Ολυμπιακό, γιατί είναι η πρώτη φορά από τότε που είμαι στην ομάδα που συμβαίνει κάτι τέτοιο. – Ty góly, které jsme nastříleli Olympiaku, mě velmi překvapily, protože něco takového se stalo poprvé, co jsem v mužstvu.[1]