- pravidelné
- tranzitivní, intranzitivní
- dávat pozor, starat se, sledovat, dávat si pozor, bdít
- Για προσέξτε λίγο όπου πατάτε. – Dávejte trochu pozor, kam šlapete.
- Συγνώμη, δεν πρόσεξα την παρουσία σας.. – Promiňte, nevšimla jsem si vaší přítomnosti..
- Πρόσεξε! Πλησιάζει ένα τραμ.. – Pozor! Blíží se tramvaj..
- všimnout si, všímat si
- Οι νεόπλουτοι ολιγάρχες δεν προσέχουν καθόλου τον απλό κόσμο. – Zbohatličtí oligarchové si vůbec nevšímají prostých lidí.
- Ας μην τους προσέχουμε - θέλουνε μόνο να μας προκαλούν. – Nevšímejme si jich - chtějí jen provokovat.
- συνερίζομαι, παρακολουθώ, φρουρώ, επαγρυπνώ, φυλάσσομαι
- νοιάζομαι, φροντίζω, ενδιαφέρομαι
- αγνοώ
- αδιαφορώ