σιγμοειδής

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [siɣ.mo.iˈðis]

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné
  • nestupňovatelné

význam

editovat
  1. esovitý, sigmoidní, ve tvaru lunární sigmy (ϲ)

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ σιγμοειδής σιγμοειδής σιγμοειδές σιγμοειδείς σιγμοειδείς σιγμοειδή
genitiv σιγμοειδούς σιγμοειδούς σιγμοειδούς σιγμοειδών σιγμοειδών σιγμοειδών
akuzativ σιγμοειδή(ν) σιγμοειδή σιγμοειδές σιγμοειδείς σιγμοειδείς σιγμοειδή
vokativ σιγμοειδής σιγμοειδής σιγμοειδές σιγμοειδείς σιγμοειδείς σιγμοειδή

starořečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [siːŋ.mo.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [siɣ.mo.iˈðis] (byzantská pozdní)

varianty

editovat

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. esovitý, esovitě zahnutý, zakroucený

skloňování

editovat
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ σιγμοειδής σιγμοειδής σιγμοειδές σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖς σιγμοειδεῖς σιγμοειδῆ
genitiv σιγμοειδοῦς σιγμοειδοῦς σιγμοειδοῦς σιγμοειδοῖν σιγμοειδοῖν σιγμοειδοῖν σιγμοειδῶν σιγμοειδῶν σιγμοειδῶν
dativ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδοῖν σιγμοειδοῖν σιγμοειδοῖν σιγμοειδέσιν σιγμοειδέσιν σιγμοειδέσιν
akuzativ σιγμοειδῆ σιγμοειδῆ σιγμοειδές σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖς σιγμοειδεῖς σιγμοειδῆ
vokativ σιγμοειδές σιγμοειδές σιγμοειδές σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖ σιγμοειδεῖς σιγμοειδεῖς σιγμοειδῆ

související

editovat