σμερδαλέος

starořečtina editovat

  • homérovská

výslovnost editovat

  • IPA: [smɛr.daˈlɛ.ɔs]

přepis editovat

  • (český) smerdaleos

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

význam editovat

  1. strašlivý, hrozný na pohled
    • καλῇ ὑπὸ πλατανίστῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ: ἔνθ᾽ ἐφάνη μέγα σῆμα: δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς σμερδαλέος, τόν ῥ᾽ αὐτὸς Ὀλύμπιος ἧκε φόως δέ, βωμοῦ ὑπαΐξας πρός ῥα πλατάνιστον ὄρουσεν.[1]

poznámky editovat

  1. Homéros: Ilias II, 307-310