τερματοφύλακας

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˈtɛɾ.ma.tɔ.'fi.la.kas]

podstatné jméno

editovat
  • rod mužský

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ τερματοφύλακας τερματοφύλακες
genitiv τερματοφύλακα τερματοφυλάκων nebo τερματοφύλακων
akuzativ τερματοφύλακα τερματοφύλακες
vokativ τερματοφύλακα τερματοφύλακες

význam

editovat
  1. (ve sportu) brankář, gólman
    • Ο Πετρ Τσεχ κι ο Ντομινίκ Χάσεκ παραμένουν να είναι οι πιο ένδοξοι τερματοφύλακες της Τσεχίας - ο ένας του ποδοσφαίρου, ο άλλος στο αις-χόκει. – Petr Čech a Dominik Hašek jsou i nadále nejslavnějšími českými brankáři - první ve fotbale, druhý v ledním hokeji.

související

editovat

externí odkazy

editovat