φανταστικός

Možná hledáte φανταστικώς.

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [fan.das.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

editovat
  • trojvýchodné

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ φανταστικός φανταστική φανταστικό φανταστικοί φανταστικές φανταστικά
genitiv φανταστικού φανταστικής φανταστικού φανταστικών φανταστικών φανταστικών
akuzativ φανταστικό(ν) φανταστική φανταστικό φανταστικούς φανταστικές φανταστικά
vokativ φανταστικέ φανταστική φανταστικό φανταστικοί φανταστικές φανταστικά

význam

editovat
  1. fantastický, úžasný
  2. fiktivní, imaginární, pomyslný, fantazijní

synonyma

editovat
  1. καταπληκτικός, τρομερός
  2. πλασματικός, πλαστός

související

editovat