χρώμα
Možná hledáte χρῶμα.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ˈxɾɔ.ma]
etymologie editovat
Ze starořeckého χρῶμα.
podstatné jméno editovat
- rod střední
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | χρώμα | χρώματα |
genitiv | χρώματος | χρωμάτων |
akuzativ | χρώμα | χρώματα |
vokativ | χρώμα | χρώματα |
význam editovat
- barva
- Tι συμβολίζουν τα χρώματα που προτιμάτε; Σε ένα ερωτικό ραντεβού, σε μια επαγγελματική συνάντηση, τι χρώμα ρούχα να φορέσετε; Στην κρεβατοκάμαρα, στην κουζίνα, στο γραφείο, ποια χρώματα να προτιμήσετε; Tι αποκαλύπτουν και πώς συνδέονται με τον ψυχισμό μας τα χρώματα; – Co symbolizují barvy, kterým dáváte přednost? Jakou barvu oblečení si máte vzít na milostnou schůzku, jakou zas na pracovní setkání? Jaké barvy upřednostnit v ložnici, v kuchyni, v kanceláři? Co o nás prozrazují a jak souvisejí s naší psychikou barvy?
související editovat
- έγχρωμος
- χρωματίζω
- χρωματικός
- χρωματικότητα
- χρωμάτισμα
- χρωματισμός
- χρωματιστός
- χρωμάτωση
- χρωματογόνος
- χρωματοποιείο
- χρωματοποιία
- χρωματοποιός
- χρωματοπωλείο
- χρωματοπώλης
- χρωματοσκοπία
- χρωματοσκόπιο
- χρωματόσωμα
- χρωματουργείο
- χρωματουργία
- χρωματουργός
- χρωματοφόρος
- χρωμόσωμα
- χρωμοφόρος
- χρωμιούχος
- χρωμογράφος
- χρωμολιθογραφία
- χρωμολιθογραφικός
- χρωμόσφαιρα
- χρωμοτυπία