αποδοκιμάζω
Možná hledáte ἀποδοκιμάζω.
řečtina
editovatetymologie
editovatZe starořeckého: ἀποδοκιμάζω
výslovnost
editovat- IPA: [apo.ðɔ.cɪ.ˈma.zɔ]
sloveso
editovat- tranzitivní
význam
editovat- odmítat, odsuzovat, odmítnout
- Θυμάμαι τις ημιελεύθερες εκλογές στην Πολωνία και την εμβληματική μορφή του Λεχ Βαλέσα · τις παθιασμένες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στη Λειψία και στη Δρέσδη · το γιγάντιο πλήθος να αποδοκιμάζει τον Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι · τον υπέροχο Βάτσλαβ Χάβελ να μιλάει στη λαοθάλασσα της πλατείας Βενσεσλας στην Πράγα · και, φυσικά, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ασυγκράτητη χαρά του πλήθους. – Vzpomínám si na polosvobodné volby v Polsku a emblematickou vizáž Lecha Walęsy; na vášnivé protirežimní demonstrace v Lipsku a Drážďanech; na obrovský dav, jak vzdoruje Ceauşeskovi v Bukurešti; na skvělého Václava Havla, kterak hovoří k lidskému moři na Václavském náměstí v Praze; a, samozřejmě, na pád berlínské zdi, jakož i nezadržitelnou radost shromážděného zástupu.[1]
související
editovatpoznámky
editovat- ↑ Charidimos Tšoukas: Η περιπέτεια της ελευθερίας (Dobrodružství svobody) - Το συναρπαστικό 1989 και τα μεγάλα προβλήματα που κλήθηκαν να διαχειριστούν οι μετακομμουνιστικές χώρες, deník Kathimerini, tištěná verze, neděle 3.listopadu 2019, příloha Τέχνες και γράμματα, str. 1