αργόσχολος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ar.ˈɣɔ.sxɔ.lɔs]
etymologie
editovatAdjektivum αργός + infix -ο- + substantivum σχόλη + -ος.
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | αργόσχολος | αργόσχολη | αργόσχολο | αργόσχολοι | αργόσχολες | αργόσχολα |
genitiv | αργόσχολου | αργόσχολης | αργόσχολου | αργόσχολων | αργόσχολων | αργόσχολων |
akuzativ | αργόσχολον | αργόσχολη | αργόσχολο | αργόσχολους | αργόσχολες | αργόσχολα |
vokativ | αργόσχολε | αργόσχολη | αργόσχολο | αργόσχολοι | αργόσχολες | αργόσχολα |