αργόσχολος

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ar.ˈɣɔ.sxɔ.lɔs]

etymologie

editovat

Adjektivum αργός + infix -ο- + substantivum σχόλη + -ος.

přídavné jméno

editovat

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αργόσχολος αργόσχολη αργόσχολο αργόσχολοι αργόσχολες αργόσχολα
genitiv αργόσχολου αργόσχολης αργόσχολου αργόσχολων αργόσχολων αργόσχολων
akuzativ αργόσχολον αργόσχολη αργόσχολο αργόσχολους αργόσχολες αργόσχολα
vokativ αργόσχολε αργόσχολη αργόσχολο αργόσχολοι αργόσχολες αργόσχολα

význam

editovat
  1. lenivý, zahálčivý, líný, nemakačenkovský

synonyma

editovat
  1. φυγόπονος, τεμπέλης, χασομέρης

antonyma

editovat
  1. εργατικός, φιλόπονος, επιμελής

související

editovat