- (odborně) digitiformní, daktyloidní, daktylomorfní
- prstovitý, prstový; podobný prstu, připomínající prst
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
δακτυλοειδής
|
δακτυλοειδής
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδείς
|
δακτυλοειδείς
|
δακτυλοειδή
|
genitiv
|
δακτυλοειδούς
|
δακτυλοειδούς
|
δακτυλοειδούς
|
δακτυλοειδών
|
δακτυλοειδών
|
δακτυλοειδών
|
akuzativ
|
δακτυλοειδή(ν)
|
δακτυλοειδή
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδείς
|
δακτυλοειδείς
|
δακτυλοειδή
|
vokativ
|
δακτυλοειδής
|
δακτυλοειδής
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδείς
|
δακτυλοειδείς
|
δακτυλοειδή
|
- IPA: [dak.ty.lo.eːj.dɛ̌ːs], [dak.tu.lo.eː.dɛ̌ːs] (attická)
- IPA: [ðak.ti.lo.iˈðis] (byzantská pozdní)
- připomínající datli
- prstovitý, prstový; podobný prstu
Číslo
|
singulár
|
duál
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
δακτυλοειδής
|
δακτυλοειδής
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖς
|
δακτυλοειδεῖς
|
δακτυλοειδῆ
|
genitiv
|
δακτυλοειδοῦς
|
δακτυλοειδοῦς
|
δακτυλοειδοῦς
|
δακτυλοειδοῖν
|
δακτυλοειδοῖν
|
δακτυλοειδοῖν
|
δακτυλοειδῶν
|
δακτυλοειδῶν
|
δακτυλοειδῶν
|
dativ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδοῖν
|
δακτυλοειδοῖν
|
δακτυλοειδοῖν
|
δακτυλοειδέσιν
|
δακτυλοειδέσιν
|
δακτυλοειδέσιν
|
akuzativ
|
δακτυλοειδῆ
|
δακτυλοειδῆ
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖς
|
δακτυλοειδεῖς
|
δακτυλοειδῆ
|
vokativ
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδές
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖ
|
δακτυλοειδεῖς
|
δακτυλοειδεῖς
|
δακτυλοειδῆ
|