- IPA: [del.to.eː.dɛ̌ːs] (attická)
- IPA: [ðel.to.iˈðis] (byzantská pozdní)
- trojúhelníkovitý, trojúhelníkový; podobný velkému tiskacímu písmeni delta
Číslo
|
singulár
|
duál
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
δελτοειδής
|
δελτοειδής
|
δελτοειδές
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖς
|
δελτοειδεῖς
|
δελτοειδῆ
|
genitiv
|
δελτοειδοῦς
|
δελτοειδοῦς
|
δελτοειδοῦς
|
δελτοειδοῖν
|
δελτοειδοῖν
|
δελτοειδοῖν
|
δελτοειδῶν
|
δελτοειδῶν
|
δελτοειδῶν
|
dativ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδοῖν
|
δελτοειδοῖν
|
δελτοειδοῖν
|
δελτοειδέσιν
|
δελτοειδέσιν
|
δελτοειδέσιν
|
akuzativ
|
δελτοειδῆ
|
δελτοειδῆ
|
δελτοειδές
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖς
|
δελτοειδεῖς
|
δελτοειδῆ
|
vokativ
|
δελτοειδές
|
δελτοειδές
|
δελτοειδές
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖ
|
δελτοειδεῖς
|
δελτοειδεῖς
|
δελτοειδῆ
|