κότα
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ˈko.ta]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | κότα | κότες |
genitiv | κότας | (κοτών) |
akuzativ | κότα | κότες |
vokativ | κότα | κότες |
význam
editovatsynonyma
editovatfráze a idiomy
editovat- ζαλισμένη κότα (nalitý, pod obraz)
- κοιμάμαι με τις κότες (chodit spát se slepicemi)
- βρεγμένη κότα (zmoklá slepice; srab)
přísloví, rčení a pořekadla
editovat- η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν απ' την κούρνια οι κότες, ψόφησε απ' την πείνα της
- όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες