λαμπρότατος

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [lam.pró.ta.tos] (attická klasická)
  • IPA: [lam.ˈbro.ta.tos] (byzantská pozdní)

přepis editovat

  • český: lamprotatos

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ λαμπρότατος λαμπροτάτη λαμπρότατον λαμπροτάτω λαμπροτάτα λαμπροτάτω λαμπρότατοι λαμπρόταται λαμπρότατᾰ
genitiv λαμπροτάτου λαμπροτάτης λαμπροτάτου λαμπροτάτοιν λαμπροτάταιν λαμπροτάτοιν λαμπροτάτων λαμπροτάτων λαμπροτάτων
dativ λαμπροτάτῳ λαμπροτάτῃ λαμπροτάτῳ λαμπροτάτοιν λαμπροτάταιν λαμπροτάτοιν λαμπροτάτοις λαμπροτάταις λαμπροτάτοις
akuzativ λαμπρότατον λαμπροτάτην λαμπρότατον λαμπροτάτω λαμπροτάτα λαμπροτάτω λαμπροτάτους λαμπροτάτας λαμπρότατᾰ
vokativ λαμπρότατε λαμπροτάτη λαμπρότατον λαμπροτάτω λαμπροτάτα λαμπροτάτω λαμπρότατοι λαμπρόταται λαμπρότατᾰ

význam editovat

  1. nejjasnější, nejvíce zářivý; (přeneseně) nejskvělejší, naprosto úžasný - superlativ adjektiva λαμπρός
    • φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι καὶ τοῦτο ἠγνόει, ὅτι λίθος μὲν ἐν πυρὶ ὢν οὔτε λάμπει οὔτε πολὺν χρόνον ἀντέχει, ὁ δὲ ἥλιος πάντα τὸν χρόνον πάντων λαμπρότατος ὢν διαμένει.[1]
    • ἐγὼ δοκῶ μνημονεύειν: καίτοι τό γε μνημονικὸν ἐπελαθόμην σου, ὡς ἔοικε, τέχνημα, ἐν ᾧ σὺ οἴει λαμπρότατος εἶναι:[2]

poznámky editovat

  1. Xenofón: Memorabilia, IV, 7
  2. Platón: Hippiás Minor, 368d