νεροστρόβιλος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [nɛ.ɾo.ˈstɾɔ.vi.lɔs]
podstatné jméno
editovatskloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | νεροστρόβιλος | νεροστρόβιλοι |
genitiv | νεροστροβίλου / νεροστρόβιλου | νεροστροβίλων / νεροστρόβιλων |
akuzativ | νεροστρόβιλο | νεροστρόβιλους / νεροστροβίλους |
vokativ | νεροστρόβιλε | νεροστρόβιλοι |