νεροστρόβιλος

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [nɛ.ɾo.ˈstɾɔ.vi.lɔs]

podstatné jméno

editovat

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ νεροστρόβιλος νεροστρόβιλοι
genitiv νεροστροβίλου / νεροστρόβιλου νεροστροβίλων / νεροστρόβιλων
akuzativ νεροστρόβιλο νεροστρόβιλους / νεροστροβίλους
vokativ νεροστρόβιλε νεροστρόβιλοι

význam

editovat
  1. vír, vodní vír

synonyma

editovat
  1. δίνη

související

editovat