περιορισμένος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [pɛ.ɾi.ɔ.ɾɪz.ˈmenɔs]
přídavné jméno editovat
- slovesné trpné
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | περιορισμένος | περιορισμένη | περιορισμένο | περιορισμένοι | περιορισμένες | περιορισμένα |
genitiv | περιορισμένου | περιορισμένης | περιορισμένου | περιορισμένων | περιορισμένων | περιορισμένων |
akuzativ | περιορισμένον | περιορισμένη | περιορισμένο | περιορισμένους | περιορισμένες | περιορισμένα |
vokativ | περιορισμένε | περιορισμένη | περιορισμένο | περιορισμένοι | περιορισμένες | περιορισμένα |