στόμα
starořečtina
editovatvýslovnost
editovatpřepis
editovat(český) stoma
podstatné jméno
editovat- rod střední
- souhlásková deklinace
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | duál | plurál |
---|---|---|---|
nominativ | τὸ στόμα | τὼ στόμᾰτε | τὰ στόμᾰτᾰ |
genitiv | τοῦ στόμᾰτος | τοῖν στομάτοιν | τῶν στομάτων |
dativ | τῷ στόμᾰτῐ | τοῖν στομάτοιν | τοῖς στόμᾰσῐ(ν) |
akuzativ | τὸ στόμα | τὼ στόμᾰτε | τὰ στόμᾰτᾰ |
vokativ | στόμα | στόμᾰτε | στόμᾰτᾰ |
význam
editovatsouvisející
editovatřečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ˈstɔ.ma]
podstatné jméno
editovat- rod střední
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | στόμα | στόματα |
genitiv | στόματος | στομάτων |
akuzativ | στόμα | στόματα |
vokativ | στόμα | στόματα |
význam
editovatfráze a idiomy
editovat- μένω με το δάχτυλο στο στόμα (čumákovat někde)
- γλυτώνω από το στόμα του λύκου (jen tak tak vyváznout)
- με μισό στόμα (na půl huby, neochotně)
- μένω με το στόμα ανοιχτό (zůstat stát s otevřenou pusou)
- βουλώνω το στόμα κάποιου (umlčet někoho, zavřít někomu ústa)
- το πήρες από το στόμα μου (bereš mi to z úst)
- ανοίγω το στόμα μου
- από στόματος (nazpaměť)