σωληνοειδής

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [so.li.no.iˈðis]

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. (v technice) cívkový, cívkovitý
  2. trubkový, rourovitý, trubkovitý, válcovitý, rouře podobný

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ σωληνοειδής σωληνοειδής σωληνοειδές σωληνοειδείς σωληνοειδείς σωληνοειδή
genitiv σωληνοειδούς σωληνοειδούς σωληνοειδούς σωληνοειδών σωληνοειδών σωληνοειδών
akuzativ σωληνοειδή(ν) σωληνοειδή σωληνοειδές σωληνοειδείς σωληνοειδείς σωληνοειδή
vokativ σωληνοειδής σωληνοειδής σωληνοειδές σωληνοειδείς σωληνοειδείς σωληνοειδή

synonyma

editovat
  1. κυλινδρικός, σωληνωτός

starořečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [sɔː.lɛː.no.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [so.li.no.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. trubkovitý, rourovitý, trubkový, válcovitý, rouře podobný

skloňování

editovat
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ σωληνοειδής σωληνοειδής σωληνοειδές σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖς σωληνοειδεῖς σωληνοειδῆ
genitiv σωληνοειδοῦς σωληνοειδοῦς σωληνοειδοῦς σωληνοειδοῖν σωληνοειδοῖν σωληνοειδοῖν σωληνοειδῶν σωληνοειδῶν σωληνοειδῶν
dativ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδοῖν σωληνοειδοῖν σωληνοειδοῖν σωληνοειδέσιν σωληνοειδέσιν σωληνοειδέσιν
akuzativ σωληνοειδῆ σωληνοειδῆ σωληνοειδές σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖς σωληνοειδεῖς σωληνοειδῆ
vokativ σωληνοειδές σωληνοειδές σωληνοειδές σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖ σωληνοειδεῖς σωληνοειδεῖς σωληνοειδῆ

související

editovat