χαρτί
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [xar.ˈti]
podstatné jméno
editovat- rod střední
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | χαρτί | χαρτιά |
genitiv | χαρτιού | χαρτιών |
akuzativ | χαρτί | χαρτιά |
vokativ | χαρτί | χαρτιά |
význam
editovatsouvisející
editovat- χαρτονόμισμα
- χαρταετός
- χαρτοβιομηχανία
- χαρτογιακάς
- χαρτοκιβώτιο
- χαρτοκλέφτης
- χαρτοκόπτης
- χαρτομάζα
- χαρτόμαζα
- χαρτομάντιλο
- χαρτοπαίγνιο
- χαρτοπαίζω
- χαρτοπαίχτης
- χαρτοπετσέτα
- χαρτοποιία
- χαρτοπόλεμος
- χαρτοπολτός
- χαρτοπωλείο
- χαρτοπώλης
- χαρτοσακούλα
- χαρτόσημο
- γυαλόχαρτο
- κουρελόχαρτο
- λαδόχαρτο
- μπακαλόχαρτο
- παλιόχαρτο
- πισσόχαρτο
- στουπόχαρτο
- στρατσόχαρτο
- στυπόχαρτο
- τραπουλόχαρτο
- τσιγαρόχαρτο