ἀραχνοειδής

Možná hledáte αραχνοειδής.

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.ra.kʰno.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [a.ɾa.xno.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno editovat

  • dvojvýchodné

význam editovat

  1. pavoukovitý, podobný pavouku
  2. pavučinovitý, podobný pavučině

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ἀραχνοειδής ἀραχνοειδής ἀραχνοειδές ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖς ἀραχνοειδεῖς ἀραχνοειδῆ
genitiv ἀραχνοειδοῦς ἀραχνοειδοῦς ἀραχνοειδοῦς ἀραχνοειδοῖν ἀραχνοειδοῖν ἀραχνοειδοῖν ἀραχνοειδῶν ἀραχνοειδῶν ἀραχνοειδῶν
dativ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδοῖν ἀραχνοειδοῖν ἀραχνοειδοῖν ἀραχνοειδέσιν ἀραχνοειδέσιν ἀραχνοειδέσιν
akuzativ ἀραχνοειδῆ ἀραχνοειδῆ ἀραχνοειδές ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖς ἀραχνοειδεῖς ἀραχνοειδῆ
vokativ ἀραχνοειδές ἀραχνοειδές ἀραχνοειδές ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖ ἀραχνοειδεῖς ἀραχνοειδεῖς ἀραχνοειδῆ

související editovat