κρικοειδής

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [kri.ko.iˈðis]

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. prstencovitý, kroužkovitý, prstencový, kroužkový

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κρικοειδής κρικοειδής κρικοειδές κρικοειδείς κρικοειδείς κρικοειδή
genitiv κρικοειδούς κρικοειδούς κρικοειδούς κρικοειδών κρικοειδών κρικοειδών
akuzativ κρικοειδή(ν) κρικοειδή κρικοειδές κρικοειδείς κρικοειδείς κρικοειδή
vokativ κρικοειδής κρικοειδής κρικοειδές κρικοειδείς κρικοειδείς κρικοειδή

starořečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [kri.ko.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [kri.ko.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. prstencovitý, kroužkovitý, prstencový, kroužkový

skloňování

editovat
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κρικοειδής κρικοειδής κρικοειδές κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖς κρικοειδεῖς κρικοειδῆ
genitiv κρικοειδοῦς κρικοειδοῦς κρικοειδοῦς κρικοειδοῖν κρικοειδοῖν κρικοειδοῖν κρικοειδῶν κρικοειδῶν κρικοειδῶν
dativ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδοῖν κρικοειδοῖν κρικοειδοῖν κρικοειδέσιν κρικοειδέσιν κρικοειδέσιν
akuzativ κρικοειδῆ κρικοειδῆ κρικοειδές κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖς κρικοειδεῖς κρικοειδῆ
vokativ κρικοειδές κρικοειδές κρικοειδές κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖ κρικοειδεῖς κρικοειδεῖς κρικοειδῆ

související

editovat